- σταμπαρισμένος
- -η, -οσεσημασμένος: Τον έχουν σταμπαρισμένο οι αστυνομικές αρχές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
έντυπος — η, ο (Α ἔντυπος, ον) ο τυπωμένος νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν) τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή… … Dictionary of Greek
σταμπάρω — Ν 1. τοποθετώ τη στάμπα πάνω σε κάτι 2. διακρίνω κάποιον και τόν συγκρατώ καλά στη μνήμη μου, αποτυπώνω 3. μτφ. επισημαίνω, εντοπίζω («τόν σταμπάρισα από την πρώτη στιγμή») 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σταμπαρισμένος, η, ο στιγματισμένος, γνωστός για … Dictionary of Greek
σταμπάρω — σταμπάρω, στάμπαρα και σταμπάρισα, σταμπαρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σεσημασμένος — η, ο σταμπαρισμένος, αυτός που έχει κακή φήμη: Σεσημασμένος κακοποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταμπάρω — στάμπαρα και σταμπάρισα, σταμπαρισμένος (λ. ιταλ.) 1. σφραγίζω. 2. μτφ., αποτυπώνω στη μνήμη μου κάποιον ή κάτι, τον ξεχωρίζω: Τον έχουν σταμπάρει όλοι για λωποδύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)